- υπερεκχυσις
- ὑπερέκχυσιςὑπερ-έκχῠσις-εως ἥ разлитие, разлив (sc. τῇς θαλάττης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπερέκχυσις — overflowing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερέκχυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑπερεκχέω] 1. (για τον Νείλο και για τη θάλασσα) πλημμύρα 2. μτφ. υπερβολική οινοποσία … Dictionary of Greek
ὑπερεκχύσεις — ὑπερέκχυσις overflowing fem nom/voc pl (attic epic) ὑπερέκχυσις overflowing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεκχύσεσι — ὑπερέκχυσις overflowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)